Η αναφορά σε κάποιο ιστορικό γεγονός έχει αξία, όταν αυτό προσφέρει εφόδια για την αντιμετώπιση των σύγχρονων κοινωνικών και εθνικών προκλήσεων. Στην προοπτική αυτή εντάσσεται και η αναφορά μας στη θυσία του επτανήσιου ποιητή και πολιτικού Λορέντζου Μαβίλη (28 Νοεμβρίου 1912) στον ιερό και αγιασμένο τόπο της μαρτυρικής Ηπείρου (ύψωμα Δρίσκου).
Ο Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη (1860), υπήρξε υιός του ισπανικής καταγωγής ρωμαιοκαθολικού δικαστικού Παύλου Μαβίλη και έλαβε ελληνική ανατροφή από τη μητέρα του Ιωάννα Καποδίστρια Σούφη, ανιψιά του μαρτυρικού Κυβερνήτη και μεγίστου των Ελλήνων της Νεωτέρας Ιστορίας Ιωάννου Καποδίστρια. Η άγνωστη στο ευρύ κοινό μητέρα του υπήρξε ο καταλύτης, που τον διαπότισε με το θυσιαστικό και αλτρουιστικό καποδιστριακό πνεύμα, γεγονός που συνετέλεσε στην υψίστη αυθυπέρβασή του. Ως αυθεντικός μέτοχος του καποδιστριακού πνεύματος, υπερέβη την ευγενική δυτική του καταγωγή, λειτουργώντας στην πράξη ως αυθεντικός (Ορθόδοξος) Έλληνας, δηλαδή άνθρωπος της θυσιαστικής πράξης.
Από νεαρός στρατεύθηκε στην παράταξη του ελληνικού εθνισμού, συνειδητοποιώντας ότι δεν αρκεί να ζει κανείς και να δραστηριοποιείται πνευματικά στα όμορφα νησιά του Ιονίου. Έτσι, ως άνθρωπος της πράξης κι όχι απλά των διαπιστώσεων, συμμετείχε άλλες δύο φορές στους απελευθερωτικούς αγώνες των νεοελλήνων. Την πρώτη φορά πολέμησε για την απελευθέρωση της μαρτυρικής μεγαλονήσου Κρήτης (1896), ενώ τη δεύτερη φορά αγωνίσθηκε στην αγιασμένη γη της μαρτυρικής Ηπείρου (1897), όπου και τραυματίσθηκε. Η ευαίσθητη ποιητική του ιδιοσυγκρασία απογοητεύθηκε και τις δύο φορές, από την αποτυχία των εθνικών προσπαθειών.
Η συνήθης τακτική να απομονώνεται το πρώτο σκέλος της κλασικής φράσης του «δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, αλλά χυδαίοι άνθρωποι», εξυπηρετεί αποκλειστικά τους ασχολούμενους με τα γλωσσικά ζητήματα. Το δεύτερο, όμως, σκέλος, της εν λόγω φράσης του (υπάρχουν δηλαδή «χυδαίοι άνθρωποι»), αναδεικνύει τη βαθιά ιστορική του συνείδηση και γνώση. Μέσα από τα οικογενειακά βιώματα, πολλά από τα οποία οφείλονται στην αγάπη της μητέρας του, αλλά κι από τις πολιτικές και πολεμικές του εμπειρίες, κατέληξε να ομολογήσει ότι όντως υπάρχουν «χυδαίοι άνθρωποι», που αποτελούν την πιο επικίνδυνη κοινωνική ομάδα. Ανθρωποειδή τέρατα ή τερατόμορφοι άνθρωποι, με μια λέξη παλιάνθρωποι ή απάνθρωποι, οι οποίοι απαξιούν τα εθνικά δίκαια και θέτουν τα πάντα στη σκακιέρα του συμφέροντος και της ανεθνικής απληστίας και ιδιοτέλειας. Αν και ο ίδιος κορυφαίος σκακιστής, με διεθνή επιτυχία και αναγνώριση, έφτασε στο σημείο της πλήρους απογοήτευσης, όταν γνώρισε τους «χυδαίους ανθρώπους» της παγκόσμιας σκακιέρας, οι οποίοι έπαιζαν χωρίς κανόνες τις τύχες των λαών της ανθρωπότητας και στην περίπτωσή μας του ελληνισμού.
Το γεγονός, που συγκλονίζει τον ερευνητή της συγκεκριμένης προσωπικότητας είναι ότι ο Λορέντζος Μαβίλης δεν είναι θιασώτης της αντίληψης «της σιωπής των διανοουμένων», ούτε υπήρξε αριστερός διανοητής, παρόλο το γεγονός ότι κατά τη συγκεκριμένη περίοδο διαμορφώνονται οι πολιτικές ιδεολογίες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Ο Μαβίλης γνωρίζει από τις πολύχρονες σπουδές του στη Δύση, ότι αφενός ο δυτικός άνθρωπος επιλέγει τη θυσία των άλλων για τη βελτίωση της κοινωνίας (καπιταλιστικός ατομισμός), αφετέρου ο ανατολικός άνθρωπος απέχει από τα γεγονότα αφήνοντας στους άλλους την ευθύνη του κοινωνικού αγώνα (μηδενισμός και φιλοσοφία της ματαιότητας). Ο Μαβίλης, όμως, είναι ο ανυπότακτος επτανήσιος αστός. Εμφορείται από την καποδιστριακή κοσμοθεωρία, σύμφωνα με την οποία αποκτούμε όλα τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια της «πεφωτισμένης Δύσης», αλλά εμπνεόμαστε από την έμπρακτη, άρα θυσιαστική, αγάπη των υπεροχικών μορφών της εθνικής μας ιστορίας.
Η συγκεκριμένη στάση ζωής του αποτιμάται από τον κερκυραϊκό λαό, ο οποίος τον αναδεικνύει μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο (1910). Ο Μαβίλης ακολουθεί, όμως, την αντίθετη πορεία από τους περισσότερους προκατόχους και συγχρόνους του στα βουλευτικά έδρανα. Δεν βολεύεται στον κοινοβουλευτικό θώκο, ούτε διακατέχεται από την αρρωστημένη αντίληψη «της επιβράβευσής του από τον λαό του», για την όποια προσφορά του στην πατρίδα. Αντίθετα, νοιώθει μέλος του μαρτυρικού λαού, τον οποίο συνεχίζει να διακονεί, προσφέροντάς του ακόμη και την ίδια του τη ζωή.
Κατά τη μοιραία μάχη του Δρίσκου ο αρχηγός του σώματος των γαριβαλδινών πρότεινε την υποχώρηση των τριακοσίων ανδρών του. Στο πολεμικό συμβούλιο που συνεκλήθη, ο Λοχαγός Μαβίλης αντιτάχθηκε στην πρόταση αυτή, με αποτέλεσμα να συνεχισθεί η επίθεση, γνωρίζοντας ότι με τη στάση του αυτή προκαλούσε τον θάνατο. Δεν σκέφθηκε ορθολογικά – ρεαλιστικά ως πολιτικός, αλλά καρδιακά – θυσιαστικά, ως ρομαντικός ποιητής και πατριώτης. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, κι ενώ προχωρούσε άφοβα προς την κορυφή του υψώματος, ένα βόλι διαπέρασε το πρόσωπό του. Οι σύντροφοί του τον μετέφεραν αιμόφυρτο στο παρακείμενο ξωκλήσι, όπου είχε στηθεί ένα πρόχειρο νοσοκομείο, όμως ένα δεύτερο βόλι τον βρήκε στο στόμα επιφέροντάς του το θανάσιμο κτύπημα. Ήταν πενήντα δύο ετών… Η θυσία του, όμως, δεν πήγε χαμένη, αφού μόλις λίγους μήνες αργότερα (21 Φεβρουαρίου 1913) θα απελευθερωθεί και η πρωτεύουσα της Ηπειρωτικής γης Ιωάννινα.
Θεωρούμε σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί προσέγγισης και ερμηνείας της προσωπικότητας του Μαβίλη, την καποδιστριακή του καταγωγή και παράδοση, που του μεταφέρει από την παιδική του ηλικία η μητέρα του Ιωάννα. Η ζωή και η θυσία του προγόνου του Ιωάννη Καποδίστρια τον έχει στιγματίσει καθοριστικά. Μορφώνεται στη Δύση, διαμορφώνεται αστικά, αναδεικνύεται πολιτικός, στόχος του όμως δεν αποτελεί η ικανοποίηση του «ΕΓΩ», αλλά η προοπτική του «ΕΜΕΙΣ». Ο Λορέντζος Μαβίλης με τον πολυκύμαντο βίο του και ιδιαιτέρως με την πολυσήμαντη θυσία του αποτελεί σημείο αναφοράς και μέτρο σύγκρισης για τους σημερινούς επιγόνους του, αλλά και μια διαρκής υπενθύμιση προς όλους μας, ότι η επίτευξη της υπέρβασης του θανάτου, προσδίδει αληθινό νόημα και αξία στη ζωή του καθενός μας.