Skip to content Skip to footer

ΕΥΡΩβουλευτές ή ΕΘΝΟβουλευτές

Ήδη έχουν παρέλθει αρκετές εβδομάδες από την Κυριακή των Ευρωεκλογών (9η Ιουνίου 2024). Διάστημα, που παρέχει μια στοιχειώδη ασφάλεια για την αποτίμησή τους. Πολλά ακούγονται και γράφονται, αλλά στις περισσότερες διαπιστώσεις απουσιάζει η αντικειμενική θέαση των πραγμάτων. Κυριαρχεί ένας άκριτος υποκειμενισμός, διότι απλά στην πολιτική ανάλυση και ερμηνεία (και) των πρόσφατων Ευρωεκλογών κυριαρχεί η μυωπική κομματική ανάγνωση των γεγονότων. Θα προσπαθήσουμε, αν και άμεσα εμπλεκόμενοι στις πρόσφατες Ευρωεκλογές, να καταθέσουμε προς κρίσιν κάποιες προσωπικές μας σκέψεις, τις οποίες όμως τεκμηριώνουμε. Μία επιστημονική αρχή, που προσπαθούμε να διέπει πάντοτε τον προφορικό και κυρίως τον γραπτό μας λόγο.

  1. Νικητής των πρόσφατων ευρωεκλογών υπήρξε αναμφισβήτητα η αποχή. Ρεκόρ αποχής, αφού σε κάποιες περιοχές της πατρίδας μας άγγιξε το 70%, ενώ στην επικράτεια ξεπέρασε το 60%. Έτσι, τρεις στους πέντε συμπατριώτες μας έχουν αποφασίσει πλέον να γυρίσουν την πλάτη τους σ’ ολόκληρο το πολιτικό μας σύστημα. Γεγονός, που ικανοποιεί τα συστημικά κόμματα, αφού μπορούν να κυβερνούν με το ένα δέκατο ολοκλήρου του εκλογικού σώματος. Μπορεί κάποιος αναγνώστης μας να διαφωνήσει, υπενθυμίζοντάς μου, ότι πρόκειται για ευρωεκλογές κι όχι για εθνικές εκλογές. Θα του ανταπαντήσω ότι η εκλογική τάση είναι πλέον καταγεγραμμένη από τη ζοφερή περίοδο των μνημονίων. Η υποχρεωτικότητα της συμμετοχής του πολίτη στην εκλογική διαδικασία έχει ήδη απωλεσθεί, με αποτέλεσμα η αποχή να εξασφαλίζει και να διευρύνει την κυριαρχία της, φαινόμενο που δεν είναι ελλαδικό, αλλά κύριο χαρακτηριστικό της δυτικής κοινωνίας και «δημοκρατίας».
  2. Για άλλη μια φορά τεκμηριώνεται η διαπίστωση ότι ο «εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης» εξακολουθεί να αποτελεί «όνειρο θερινής νυκτός», αφού διαπιστώσαμε ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός της, για τον οποίο δαπανώνται τεράστια κονδύλια, δεν μπορεί από μόνος του να εκσυγχρονίσει το κράτος. Ορισμένοι μάλλον έχουν μπερδέψει τα (ψηφιακά) μέσα με τη διοίκηση, η οποία εκφράζεται πρωτίστως και αποκλειστικώς από τον δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό. Αποδεδειγμένα οι εκλογικοί κατάλογοι δεν έχουν ακόμη εκκαθαριστεί από τους χιλιάδες τεθνεώτες (ανακάλυψα ότι ο προ πενταετίας αποθανών πατέρας μου … διατηρεί ακόμη το δικαίωμα του εκλέγειν (!), με ό,τι αυτό συνεπάγεται). Το ψηφιακό μέσον, ακόμη και στην εποχή της «τεχνικής νοημοσύνης», αναμένει εντολές εκκαθάρισης των εν λόγω καταλόγων από κάποιο πρόσωπο–εντολέα, ο οποίος έχει ελέγξει τα απαραίτητα διοικητικά έγγραφα και μπορεί να προβεί διοικητικά στη διαγραφή του συγκεκριμένου ονόματος από το εκλογικό σώμα. Με τον τρόπο αυτό θα διαπιστώσουμε με ακρίβεια τον αριθμό των εκλογέων, το ποσοστό της αποχής, ακόμη και το ποσοτικό μέγεθος του ενεργού πληθυσμού της πατρίδας μας.
  3. Πολλοί επώνυμοι ή ανώνυμοι συμπολίτες μας ασχολήθηκαν και με την «ποιότητα» των εκλεγμένων ευρωβουλευτών. Για άλλη μία φορά, δόθηκε η ευκαιρία να λοιδορηθεί δημόσια το «ανώριμο εκλογικό σώμα», που επηρεάζεται από τα Μ.Μ.Ε. και τα μέσα μαζικής δικτύωσης και εκλέγει μόνο διάσημους ή τηλεπερσόνες κ.λ.π. Η «ελληνική διανόηση» και ο «πνευματικός κόσμος» βρήκαν την ευκαιρία να εξωτερικεύσουν για άλλη μία φορά τα αντιλαϊκά τους αισθήματα, κατηγορώντας τον «μονίμως υπεύθυνο για όλα τα δεινά» ελληνικό λαό ως αμόρφωτο και χαλιναγωγούμενο. Το μετεκλογικό αυτό φαινόμενο, που επαναλαμβάνεται μονίμως κατά τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες, είναι άκρως ρατσιστικό και ουσιαστικά καθυβρίζει τον μέσο καλοπροαίρετο Έλληνα, που τυχαίνει να διαθέτει διαφορετική από εκείνους κρίση. Στην άδικη αυτή στάση της «ελληνικής διανόησης», καταθέτουμε τον αντίλογό μας, που εδράζεται σε δύο σημεία.

α) Καταρχήν, ψηφίζουμε ή επιλέγουμε; Εάν μελετήσει κανείς επισταμένως τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, θα διαπιστώσει ότι ο λαός μας καλείται να επιλέξει εκείνο το κόμμα (και τον αρχηγό του), που προωθείται από τα κέντρα λήψης αποφάσεων, κατά τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή (momentum και timing) ως το καλύτερο. Όχι γενικώς το καλό ή άριστο κόμμα, απλά το καλύτερο κατά τη συγκεκριμένη σύγκριση με το έτερο συνυποψήφιο κυβερνητικό σχήμα. Για τον λόγο αυτό ουσιαστικά «επιλέγουμε» και δεν «εκλέγουμε» κυβέρνηση.

β) Υπάρχει, όμως, και μια ακόμη σημαντική, κατά τη γνώμη μας, διάσταση του ζητήματος. Σύμφωνα με τη σύγχρονη ιστορία του πολιτικού μας βίου, αποτελεί λάθος, αν όχι υποκρισία και επιλεκτική κρίση, να διαχωρίζουμε τους πολιτικούς μας σε μορφωμένους και αμόρφωτους. Σε γνώστες και επαΐοντες από τη μια πλευρά και άσχετους και «τηλεπερσόνες» από την άλλη. Διότι, αναρωτιέμαι πόσοι από τους ακαδημαϊκούς, πανεπιστημιακούς και ειδήμονες περί των ευρωπαϊκών ζητημάτων ευρωβουλευτές μας αντιτάχθηκαν στα εθνοκτόνα για την πατρίδα μας (νομο)σχέδια ή μνημόνια; Πόσοι, ενώ ομιλούν άψογα αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες, λησμόνησαν τη βασική ερωτηματική αντωνυμία «γιατί» (warum, why, pourquoi, per que, porque κ.ά.) κατά τη λήψη εθνοκτόνων ευρωαποφάσεων; Πόσοι από τους (παρα)μορφωμένους ευρωβουλευτές μας αρνήθηκαν την επιβολή αποφάσεων εξοντωτικής τιμωρίας, ουσιαστικά γενοκτονίας, του ελληνικού λαού, ο οποίος δεν συμμετείχε στο τρελό φαγοπότι του «μαζί τα φάγαμε»…

Οπότε, κατά τη γνώμη μας, ο διαχωρισμός των εκπροσώπων του λαού μας στο εθνικό και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, γίνεται μόνο μ’ έναν ασφαλή και δίκαιο τρόπο. Εάν ο εκπρόσωπος του λαού μας είναι (εθελο)δούλος και πιστός υπηρέτης των διαφόρων συμφερόντων ή ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ εκπρόσωπος και αντιπρόσωπος του ιστορικού λαού μας και στην περίπτωσή μας ευρωβουλευτής «από τον λαό, με τον λαό και για τον λαό».

Εάν είναι δηλαδή ΕΥΡΩβουλευτής ή ΕΘΝΟβουλευτής…