κατά την περίοδο της Κατοχής (1941-44).
Πολλά λέγονται, ενώ ελάχιστα δημοσιεύονται για τη στάση της Διοικούσας (Ορθόδοξης) Εκκλησίας στα μεγάλα γεγονότα της νεώτερης και σύγχρονης εθνικής μας ιστορίας. Όπως σε τόσα άλλα εθνικά ζητήματα, έτσι και στην περίπτωση αυτή θυσιάζεται η ιστορική (άρα τεκμηριωμένη) αλήθεια στον βωμό της (μικρο)πολιτικής σκοπιμότητας.
«Ένα από τα χαρακτηριστικά των βαλκανικών εθνών, το θρήσκευμα, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα … (και για το λόγο αυτό) αναπτύχθηκαν στενοί δεσμοί μεταξύ Εκκλησίας και Έθνους».1 Σ’ όλες τις κρίσιμες περιόδους του Έθνους, η Εκκλησία ως Εθναρχία2 υπήρξε το ασφαλές σημείο αναφοράς για τον ελληνισμό. «Με την κήρυξη του πολέμου κατά της Ελλάδας από τη φασιστική Ιταλία στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Εκκλησία εγκαταλείπει το συνηθισμένο πνευματικό της έργο και συστρατεύεται στον παλλαϊκό αγώνα. Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος θυμάται ηρωικές στιγμές της ζωής του στον Πόντο και με εγκύκλιό του εμψυχώνει τους στρατευμένους Έλληνες και τους καλεί να αγωνιστούν και να θυσιαστούν για την πατρίδα που κινδυνεύει».3
Την κατάρρευση του Μετώπου (Απρίλιος 1941) ακολούθησε ένα νέο βροντερό «ΟΧΙ» από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο (Φιλιππίδη, 1938-1941), ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συμβολική παράδοση της πόλεως των Αθηνών, δηλώνοντας ότι: «Ο αρχηγός της Εκκλησίας δεν παραδίδει την πρωτεύουσα της πατρίδας του εις ουδένα ξένον. Ο αρχηγός της Εκκλησίας ένα καθήκον έχει: να φροντίσει διά την απελευθέρωσιν αυτής».4 Αλλά και στον Γερμανό στρατάρχη των κατοχικών δυνάμεων στην Ελλάδα Georg Stumme, τον οποίο εδέχθη ως επισκέπτη στην Αρχιεπισκοπή, επέδειξε την έντονη δυσφορία του για την υπό των ναζιστικών στρατευμάτων κατάληψη της Ελλάδος. Όταν, μάλιστα, ο Γερμανός ανώτατος αξιωματικός του είπε: «Ο γερμανικός στρατός δεν έφθασε με εχθρικές διαθέσεις», ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος του απήντησε άφοβα και αυστηρά:«Κύριε στρατάρχα, πρωτίστως ο στρατός σας εισέβαλε σε έναν τόπον του οποίου ο λαός αγωνίσθηκε με πραγματική πίστη για την ελευθερία του… και εξακολουθεί πάντοτε να πιστεύει στα ιδανικά του. Η Ελλαδική Εκκλησία ευρέθη πάντοτε στο πλευρό του ελληνικού λαού στους αγώνες του… και να είσθε βέβαιοι ότι δεν θα λείψει να πράξει το καθήκον της και κατά την κρίσιμη αυτή περίσταση».5
Η εθνική αυτή (αντι)στάση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου ήταν αρκετή για να παυθεί από τα διοικητικά του καθήκοντα και να αντικατασταθεί, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της Γερμανο-ιταλικής Κατοχής, από τον από Κορίνθου νεοεκλεγέντα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό (Παπανδρέου, Ιούλιος 1941-1949). Ο σχολάζων αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος έκτοτε και καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής (μέχρι τον Οκτώβριο του 1944) ιδιώτευε, χωρίς να σταματήσει να ενισχύει κάθε πατριωτική δράση.
Παρ’ όλη την τραγική πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα (Κατοχή), διαμορφώθηκε ένας εσωτερικός διχασμός («Αρχιεπισκοπικό ζήτημα») στους κόλπους της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, με τους δύο αρχιεπισκόπους της περιόδου, ως κυρίους εκπροσώπους δύο θεωρήσεων. Η πολιτική πλευρά του ζητήματος αυτού «εξέφρασε τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο τάσεις για την αντιμετώπιση από την εκκλησιαστική ηγεσία της νέας πολιτικής κατάστασης στην κατεχόμενη Ελλάδα».6 Οι δύο αρχιεπίσκοποι εκπροσωπούσαν «δύο αντιλήψεις για τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους».7 Ο Χρύσανθος πιο συντηρητικός, ενώ ο Δαμασκηνός πιο φιλελεύθερος. Ο πρώτος (φιλο)βασιλικός, ο δεύτερος (φιλο)βενιζελικός. «Η γραμμή του Χρυσάνθου ως αρχιεπισκόπου … ήταν η πολιτική της ανυπακοής και της άρνησης της συνεργασίας… Η γραμμή του Δαμασκηνού … ήταν η πολιτική της παθητικής συνεργασίας στο πλαίσιο της αναγκαστικά ρεαλιστικής προσαρμογής».8
Σχεδόν ολόκληρη την περίοδο της Κατοχής (1941-44) Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος διετέλεσε ο Δαμασκηνός, ο οποίος επανειλημμένα ανέδειξε το μέγεθος της ψυχικής του δύναμης. Έτσι, όταν οι Γερμανοί ζήτησαν να επιστρατευτούν Έλληνες πολίτες για να σταλούν στο ρωσικό μέτωπο, ο Δαμασκηνός αντέδρασε σθεναρά, προκειμένου να αποφύγει η χώρα την εθνική συμφορά. Είχε κατηγορήσει πολλές φορές από τον άμβωνα τους Γερμανούς κατακτητές. Όσες φορές πάλι η γερμανική διοίκηση ζητούσε κατάσταση με ονόματα ομήρων, ο Αρχιεπίσκοπος σημείωνε πρώτο το δικό του στη σχετική κατάσταση, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να ματαιώνουν την εκτέλεση Ελλήνων αγωνιστών.9 Ο Καθηγητής Π. Ενεπεκίδης10 έχει δημοσιεύσει επίσημα αρχειακά τεκμήρια των Γερμανικών Αρχών, μέσα από τα οποία αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, η καθοριστική συμβολή του Δαμασκηνού στη σωτηρία εκατοντάδων καταδιωκόμενων Εβραίων. Η αντιστασιακή του στάση δεν ήταν μόνο μυστική, αλλά εκδηλωνόταν σε κάθε περίπτωση. Αξίζει να σταθούμε σ’ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κήρυγμά του κατά την ακολουθία της Αποκαθηλώσεως (Μ. Παρασκευή) του 1943:
«Σήμερον… ο καθένας μας φέρει τον σταυρό της δοκιμασίας του. Ο καθένας μας προχωρεί με βήμα βραδύ προς το δικό του Γολγοθά μέσα από πίκρες και θλίψεις. Οι πάντες υφιστάμεθα δεινά και στερήσεις και λύπες πολλές. Καθημερινώς πίνουμε το ποτήριο της οδύνης. Στο μέσον όμως της μεγάλης δοκιμασίας αντλούμε παρηγορία και ανακούφιση, ενθυμούμενοι και παρακολουθούντες την αγωνία του Λυτρωτού μέχρι της Αναστάσεώς του, η οποία επισφραγίζει την νίκην του επί των δυνάμεων του κακού και του σκότους. Παρηγορούμεθα και εγκαρτερούμε. Εγκαρτερούμε και ελπίζουμε. Ελπίζουμε και πιστεύουμε. Πιστεύουμε στην ημέρα της δικαιώσεως, στην λαμπροφόρο ημέρα της Αναστάσεως, στην απαλλαγή της πατρίδος μας από τα δεσμά της δουλείας του αλλοτρίου. Πιστεύουμε στην μεγάλη πανήγυρι της σωτηρίας. Διερχόμεθα σήμερα και εμείς οι Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί την τραγωδία του πάθους, με μόνη την προστασία του Παναγάθου Θεού. Στερούμεθα και σιωπούμε. Αδικούμεθα και εγκαρτερούμε. Δεν είμεθα κύριοι στον οίκο μας και υπομένουμε, ευρισκόμενοι υπό το πέλμα κατακτητών. Ευτυχώς, ούτε ο πόνος, ούτε οι στερήσεις κάμπτουν το θάρρος μας, ούτε και είναι δυνατόν να μας απομακρύνουν από την γραμμή του καθήκοντός μας… Διότι δεν είναι δυνατόν, δεν έχουμε το δικαίωμα να διαψεύσουμε την παράδοση τόσων αιώνων, παράδοση εθνική και χριστιανική, και να λιποψυχήσουμε στο μέσον του δρόμου. Αδελφοί Έλληνες, τέκνα της Εκκλησίας του Χριστού και της Ελλάδος… τα βαρειά και σκοτεινά νέφη, που καλύπτουν τον ουρανό της πατρίδος, συντόμως θα διαλυθούν και θα διασκορπιστούν και θα λάμψει πάλι ο ζωογόνος ήλιος της ελευθερίας».11
Ο απολογισμός της εθνικής – αντιστασιακής παρουσίας του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού θα μπορούσε να συνοψισθεί στην ακόλουθη φράση: αμέριστη μέριμνα για τη μαθητιώσα νεολαία, τα ορφανά, τους φυλακισμένους, τους ασθενείς, τους πεινασμένους, τους εμπερίστατους, τους άστεγους, τους ανέργους, τους αιχμαλώτους … ακόμη και για τους μη ορθόδοξους, όπως οι εβραίοι. Ουδείς αντικειμενικός ιστορικός ερευνητής αμφισβητεί την εθναρχική στάση του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, η οποία τεκμηριώνεται από τα ελληνικά, γερμανικά και βρετανικά σχετικά αρχεία.12
Τον Μάϊο του 1944, όταν είχε αρχίσει η κάμψη της Γερμανίας, ένας ανώτερος Γερμανός αξιωματικός επεσκέφθη στην οικία του τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος τις ημέρες εκείνες ήταν ασθενής και κλινήρης. Ο αξιωματικός μετέφερε στον αρχιεπίσκοπο την εντολή του ιδίου του Χίτλερ, σύμφωνα με την οποία όφειλαν να τον «προστατεύσουν» μεταφέροντάς τον στη Γερμανία για ασφάλεια. Ο Αρχιεπίσκοπος, αν και ασθενής, απάντησε ατάραχος και με αυστηρό ύφος: «Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψω την πατρίδα μου επ’ ουδενί λόγω. Εάν επιμένετε, μπορείτε να με μετακινήσετε, αλλά μόνον νεκρόν».13
Ως πρώτη μορφή αντίστασης κατά του κατακτητή (εν προκειμένω των Γερμανών και των Ιταλών) εκλαμβάνεται η μη ταύτιση μαζί του. Παρ’ όλα αυτά οι δύο αρχιεπίσκοποι υπήρξαν πρωτίστως και κυρίως Ορθόδοξοι Ιεράρχες, οι οποίοι πέρα από τις όποιες προσωπικές τους αδυναμίες συνέχιζαν την ιστορική εκκλησιαστική παράδοση της Εθναρχίας,14 σύμφωνα με την οποία ο Ιεράρχης ως Ποιμένας δεν εγκαταλείπει το ποίμνιό του. Η πρώτη και ουσιαστική αντίσταση, έγκειται στο γεγονός ότι παρέμειναν πιστοί στο υψηλό καθήκον τους, δίπλα στον λαό τους. Τελικά στην Ιστορία, πρωτίστως οι παρόντες, ως διαμορφωτές της, έχουν δικαίωμα λόγου! Ο χαρακτηρισμός του Δαμασκηνού ως αγγλόφιλου, προκειμένου να δικαιολογηθεί η αρνητική στάση του έναντι των Γερμανών, επέχει δευτερεύουσα σημασία, όταν οι κατεξοχήν αγγλόφιλοι πολιτικοί ηγέτες του τόπου εγκατέλειψαν τον ελληνικό λαό, αντίθετα από τον παραμένοντα μέχρι τέλους Αρχιεπίσκοπο. Για τον λόγο αυτό η εκκλησιαστική πολιτική των δύο ηγετών μπορεί να ερμηνευθεί ορθά μέσα από το πρίσμα της παραδοσιακής Εθναρχικής στάσης των Ορθοδόξων Ιεραρχών. Οι δύο Αρχιεπίσκοποι σήκωσαν στους ώμους τους το μαρτύριο του Ελληνικού λαού, καταθέτοντας με τον τρόπο αυτό αδιάψευστη μαρτυρία αντίστασης.
Πέρα από τις προσωπικές αδυναμίες των δύο εκκλησιαστικών ηγετών (Χρυσάνθου και Δαμασκηνού), οι εμβληματικές αυτές μορφές υπήρξαν τα πρόσωπα που σε αγαστή συνεργασία με την συντριπτική πλειονοψηφία των Ορθοδόξων Ιεραρχών της Ελλάδος, διέσωσαν τους τραγικούς πολίτες της Ελληνικής Επικράτειας. Διέσωσαν ουσιαστικά τις έννοιες «Έθνος και Κράτος», αφού η πολιτική ηγεσία και κατ’ επέκταση όλες οι απορρέουσες απ’ αυτήν ηγεσίες (στρατιωτική, οικονομική, κ.ά.) είχαν (αυτο)εξοριστεί. Το σύγχρονο ελληνικό «Έθνος Κράτος», αλλά και ολόκληρος ο Οικουμενικός Ελληνισμός, οφείλουν πρωτίστως στα πανάξια πρόσωπα των δύο Αρχιεπισκόπων τη σημερινή τους ύπαρξη.
1 David Close, Ελλάδα. Επίτομη Ιστορία 1945 – 2004, επιμ.: Σπύρος Μαρκέτος, εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 24.
2 Βλ. π. Γεωργίου Μεταλληνού – Δημητρίου Μεταλληνού, Εθναρχία, Ο Ελληνισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Παν/κές Εκδόσεις Αράκυνθος, Αθήνα 2015.
3 Βλ. Γεωργίου Θ. Πρίντζιπα, Εκκλησία και Ελληνισμός από το 1821 έως σήμερα,Αθήνα 2005, εκδ. Προσκήνιο, σ. 105.
4 Αρχιμ. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, «Ο Χρύσανθος και η «υποδοχή» των Γερμανών», Ανάπλασις (1954), φ. 23, σ. 328επ. Πρβλ. e-istoria…..
5 Στο ίδιο.
6 Γρηγόριος Ψαλλίδας, Συνεργασία και Ανυπακοή. Η πολιτική της ηγεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Κατοχή (1941-1944), Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2016, σ. 64.
7 Στο ίδιο, σ. 63.
8 Στο ίδιο, σ. 64επ.
9 Βλ. Σήφη Γ. Κόλλια, Αρχιεπίσκοπος Αντιβασιλεύς Δαμασκηνός, ο από Κορινθίας. Μία ανεπανάληπτη εκκλησιαστική Μορφή., Εκδ. Ιεράς Μονής Πετράκη, Αθήναι 1975, σ. 142επ.
10 Π. Ενεπεκίδης, «Οι διωγμοί των Εβραίων εν Ελλάδι (1941-1944)», έκδ. Β. Παπαζήση, Αθήνα 1969.
11 Χαράλαμπου Δ. Χαραλαμπόπουλου, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός Παπανδρέου (Αντιβασιελύς – Πρωθυπουργός (1891 – 1949), εκδ. Συλλόγου Δορβιτσωτών Ναυπακτίας, αρ. 4, Αθήνα 1990, σ. 71επ.
12 Ιστορικό Αρχείο Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (Ελλάδος), Bundesarchiv (Κρατικό Αρχείο της Ομοσπ. Δημοκρατίας της Γερμανίας), Politisches Archiv des Auswärtigen Amts (Πολιτικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών της Ομοσπ. Δημοκρατίας της Γερμανίας) και τα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας (National Archives – Foreign Office) αντίστοιχα.
13 Σήφη Γ. Κόλλια, όπ.π., σ. 125ε.ε.
14 Π. Γεωργίου Μεταλληνού – Δημητρίου Μεταλληνού, όπ.π.