Ο Ανδρέας Ιδρωμένος (1764 – 1843) υπήρξε άλλη μια προσωπικότητα που συνδέθηκε στενά με τον «Άγιο της Πολιτικής» Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος και με την προτίμησή του αυτή αποδεικνύει το ύψιστο χάρισμα που διέθετε στην επιλογή των συνεργατών του.
Τα κύρια σημεία, που σφυρηλάτησαν την υποδειγματική σχέση του Κυβερνήτη με τον ηπειρώτη διδάσκαλο του Γένους, θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα παρακάτω:
- Ο Ιδρωμένος έδρασε στη γενέτειρά του Πάργα, στο πλευρό των αγωνιζομένων κατά του Αλή πασά Σουλιωτών και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Ρήγα Φεραίου. Συγκαταλέγεται στους διδασκάλους του Γένους και έδρασε ως φορέας του ελληνορθόδοξου φωτισμού, όντας βαθύς γνώστης του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ως υποστηρικτής, μάλιστα, του Ρήγα οραματιζόταν την απελευθέρωση ολοκλήρου του ρωμαίικου, αλλά απογοητεύθηκε που στη θέση της Χριστιανικής Κοινοπολιτείας δημιουργήθηκαν δύο μικρά ελληνικά κρατίδια (Ιόνιο Κράτος και Ελλάδα), προτεκτοράτα ουσιαστικά των Μεγάλων Δυνάμεων.
- Η ελληνική αυτοσυνειδησία και η ελληνοκεντρική μόρφωση και διδαχή του Ιδρωμένου οδήγησαν τον Ιωάννη Καποδίστρια, με την ιδιότητα του Επιθεωρητή της Δημόσιας Εκπαίδευσης των Επτανήσων, να τον προσκαλέσει επίσημα το 1804, για να αναλάβει τη διεύθυνση της πρώτης ελληνικής σχολής δημόσιας εκπαίδευσης, αφού «η πατρίς του Νικηφόρου Θεοτόκη και του Ευγενίου Βουλγάρεως, εστερείτο δημοσίας σχολής…».1 Ο Ιδρωμένος αποδέχθηκε την πρόσκληση – πρόκληση αυτή και εγκαταστάθηκε πανοικεί στην Κέρκυρα αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση της σχολής, η οποία στεγάσθηκε στην ερημωμένη ρωμαιοκαθολική Μονή της Παναγίας του Καρμήλου ή της Τενέδου, που για το λόγο αυτό έφερε την ονομασία «Σχολή της Τενέδου».2
Ο ίδιος ο Καποδίστριας σε επιστολή του προς τη Γερουσία για το θέμα αυτό αναφέρει:
«…παρεκάλεσα τον άριστον διδάσκαλον δόκτορα Ανδρέαν Ιδρωμένον να δεχθή (εννοείται τη θέση αυτή)…., δια την τροφήν δε αυτού διέθετον επτά τάληρα κατά μήνα, έχων από της στιγμής εκείνης αποφασίσει να επιβαρύνω εαυτόν δια του μηνιαίου τούτου εξόδου…».3 Άλλο ένα σημείο όπου αναδεικνύεται η μεγαλοσύνη του Καποδίστρια, ως του πολιτικού που ευεργετεί τους συμπολίτες του και δεν περιμένει να ευεργετηθεί από αυτούς.
Αξιομνημόνευτη είναι και η απαντητική επιστολή του Καποδίστρια για το ίδιο θέμα προς τον Ιδρωμένο:
«Η πατρίς … την οποίαν η Θεία πρόνοια μας εχάρισεν, με τας αγκάλας ανοιχτάς ζητεί να σας υποδεχθή και να σας εμπιστευθή τον πλέον πολύτιμον θησαυρόν όπου έχει, τουτέστιν τους νέους της Επτανήσου Επικρατείας, των οποίων η καλή αγωγή θέλει είναι η γωνιαία πέτρα της τιμής και της ευτυχίας του γένους μας. Λοιπόν υμείς, ως υιός πατρίδος άριστος, υμείς οπού συζώντες με τους Δημοσθένεις, με τους Ομήρους, με τους Πλάτωνας, επλουτίσατε τον νουν σας και την καρδίαν σας με την ζωηράν επιρροήν του πνεύματος των αθανάτων τούτων ανδρών, υμείς όπου είσθε το έρεισμα της σχεδόν ηφανισμένης ελληνικής παιδείας, είναι τάχα δυνατόν να απονεύσετε εις το ευγενές τούτο και τω όντι ελληνικόν έργον, το της πλάσεως δηλαδή τιμίων πολιτών ήγουν νέων Ελλήνων;! Η Γερουσία σας προσκαλεί. Συλλογισθήτε οποίας λογής ήθελαν αποκριθή οι ένδοξοι πρόγονοι ημών και έπειτα αποφασίσατε».4
Στην επιστολή αυτή αποκαλύπτονται οι πρώτες παιδαγωγικές αρχές του Ιωάννη Καποδίστρια, τις οποίες δεν θα εγκαταλείψει ποτέ στο δημόσιο βίο του.
Ο Ιδρωμένος αν και είχε αρνηθεί προηγουμένως δελεαστικές προτάσεις, όπως της σχολής των Ιωαννίνων, εντούτοις αποδέχθηκε αμέσως την πρόσκληση του Καποδίστρια.5 Στην πανηγυρική έναρξη των μαθημάτων (8 Νοεμβρίου 1805) θα συρρεύσει η κερκυραϊκή νεολαία «όπως ακροασθή του πρώτου δημοσίου καθηγητού, όστις ενώπιον της φαιδράς και ενθουσιώδους ομηγύρεως ελληνιστί απαγγείλας τον εναρκτήριόν του λόγον».6
- Η επιλογή του Ιδρωμένου ως του κατεξοχήν εγκρίτου διδασκάλου που συνδύαζε αφενός τη βαθειά γνώση της ελληνικής γλώσσας σ’ ολόκληρη την ιστορική της διαχρονία (αρχαία, βυζαντινή και νεώτερη) και αφετέρου τη γνώση και βίωση της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας, εντάσσεται στον κύριο σχεδιασμό του Καποδίστρια, που προέβλεπε την επιβολή της ελληνικής γλώσσας, άρα και ταυτότητας, ως επίσημης του Ιονίου Κράτους.
Ο Ιδρωμένος επί εικοσιένα έτη θα θέσει όλες του τις πνευματικές δυνάμεις, προκειμένου να εκπληρωθεί το εθνικοπαιδαγωγικό όραμα του επιφανούς μαθητού του. Η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και της κλασσικής γραμματολογίας από τον χαρισματικό κληρικό θα συνεχισθεί με μοναδική προσήλωση μέχρι το έτος 1824.
- Ο μεγάλος διδάσκαλος αναδεικνύει αντάξιους μαθητές, αλλά και αναδεικνύεται μέσα από αυτούς. Εκτός από τον Κυβερνήτη και τους δύο αδελφούς του Βιάρο και Αυγουστίνο, μεταξύ των πολλών μαθητών του Ιδρωμένου συγκαταλέγονται οι: Μητροπολίτης Κερκύρας και πρωτεργάτης της Ενώσεως Αθανάσιος Πολίτης, ο ομώνυμός του Καθηγητής της Χημείας στην Ιόνιο Ακαδημία, ο Καθηγητής των Μαθηματικών και Έφορος (Πρύτανης) της Ιονίου Ακαδημίας Ιωάννης Καραντινός, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Νικόλαος Δελβινιώτης, ο Αντώνιος Πολυλάς, ο Πέτρος Βράιλας – Αρμένης, ο Στέφανος Παδοβάς και πολλοί άλλοι.
Η εκτίμηση, η αγάπη και ο σεβασμός του Καποδίστρια προς τον διδάσκαλό του υπήρξε συνεχής. Από τη διασωθείσα αλληλογραφία τους διαπιστώνουμε ότι ο Κυβερνήτης και από τη θέση του υπουργού των εξωτερικών της Ρωσίας προσπαθούσε πάντοτε να ικανοποιεί κάθε αίτημα του Ιδρωμένου.
- Η μεγαλύτερη ακαδημαϊκή συμβολή του Ιδρωμένου, που αποδεικνύει εμπράκτως την επιστημονική του υπεροπλία, αποκαλύπτεται στην επιμέλεια και διόρθωση των εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων (Ωρολογίου, Παρακλητικής και Μηναίων). Τις φιλολογικοθεολογικές αυτές παρεμβάσεις του τις απέστειλε το έτος 1838 στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ΄ (1835-1840). Ο Γρηγόριος θα συγκρουστεί λίγο αργότερα με τον βρετανό αρμοστή των Ιονίων Νήσων Howard Douglas (1835–1841) για τις νομοθετικές και εκκλησιαστικές του επιλογές, παραμένοντας πιστός στις ίδιες Αρχές με τους Καποδίστρια, Γκίλφορδ και Ιδρωμένο.7 Ο τελευταίος δεν λειτουργεί στο σημαντικότατο αναθεωρητικό του έργο ως απλός φιλόλογος, αλλά πρωτίστως ως αυθεντικός θεολόγος, αφού «οι φιλολογικές μεταβολές που προτείνει, στηρίζονται σε μια καλά κατοχυρωμένη θεολογικοδογματική ερμηνεία του κειμένου».8
- Ο ιδρυτής και μαικήνας της Ιονίου Ακαδημίας (του πρώτου ελληνικού πανεπιστημίου) Λόρδος Φρειδερίκος – Δημήτριος Γκίλφορδ, μυημένος στις παιδαγωγικές και ελληνορθόδοξες αρχές του φίλου του Ιωάννη Καποδίστρια, θα αξιοποιήσει τον λόγιο κληρικό Ανδρέα Ιδρωμένο. Έτσι στις 29 Μαΐου 1824, ημέρα της καθιδρύσεως του Ιονίου Πανεπιστημίου, ο Ιδρωμένος θα αναγορευθεί παμψηφεί ως πρώτος θεολογοδιδάκτωρ του πρώτου εκείνου Ελληνικού Πανεπιστημίου, κατόπιν κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής και Αρχιμανδρίτης της Ιονίου Ακαδημίας. Ο Ιδρωμένος θα καταστεί ουσιαστικά από τον Γκίλφορδ, εκτός από φιλόλογος, ο κατεξοχήν θεολόγος και πνευματικός πατέρας της Ιονίου Ακαδημίας. Τη θέση του στη «Σχολή της Τενέδου» θα καταλάβει ο μέχρι τότε βοηθός του Χριστόφορος Περραιβός.
- Εκτός από την ακαδημαϊκή δράση του Ιδρωμένου πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα η πατριωτική του δράση όχι μόνο στην Πάργα, αλλά και στην Κέρκυρα, με την καθοριστική συμβολή του στην ίδρυση και λειτουργία της «Ιονίου Βιβλικής Εταιρείας». Η εν λόγω Εταιρεία ιδρύθηκε με την υπόδειξη του Ιωάννη Καποδίστρια το έτος 1819 στην Κέρκυρα, με σκοπό την έκδοση της Αγίας Γραφής στην νεοελληνική και τη διάδοσή της στους υπόδουλους Έλληνες της «καθ’ ημάς Ανατολής και Δύσης». Πρόεδρος της οργάνωσης τοποθετήθηκε ο Πρόεδρος της Ιονίου Γερουσίας Εμμανουήλ Θεοτόκης, ενώ μέλος της διοικητικής επιτροπής ο Ιδρωμένος, ο οποίος με την πρωτοβουλία του αυτή ήθελε να αντιμετωπίσει αφενός τη μισσιοναριστική προπαγάνδα των αντίστοιχων βρετανικών και αμερικανικών Βιβλικών Εταιρειών και αφετέρου να υποστηρίξει το ζήτημα της ελληνικής γλώσσας στο Ιόνιο Κράτος.9
Ανακεφαλαιώνοντας την περιεκτική προσέγγιση της άρρηκτης σχέσης Καποδίστρια και Ιδρωμένου, μπορούμε να καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα, ότι οι δύο αυτές εμβληματικές προσωπικότητες σπούδασαν και μελέτησαν σε βάθος τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό ζώντας, ιδιαίτερα ο Καποδίστριας, για μεγάλο διάστημα της ζωής τους στην Ευρώπη.
Τα σημεία, όμως, που ένωσαν ιδεολογικά τις εν λόγω δύο προσωπικότητες υπήρξαν αφενός η κριτική τους στάση, απέναντι στον αλλοτριωμένο μεταδιαφωτιστικό πολιτισμό της Ευρώπης και αφετέρου η εκλεκτική τους διάθεση απέναντι στα ξένα πολιτισμικά δάνεια. Και οι δύο μαΐστορες λειτούργησαν σ’ ολόκληρο τον πολυκύμαντο βίο τους, ως φορείς του ενιαίου και οικουμενικού ελληνισμού, ο οποίος διαλέγεται ισότιμα με τους άλλους πολιτισμούς σ’ Ανατολή και Δύση (όπως εκφράζει το εθναρχικό μας σύμβολο του «Δικέφαλου Αετού»). Αν και γνώστες των αρχών του διαφωτισμού, επέτυχαν την υπέρβασή του ως φορείς του ελληνορθόδοξου φωτισμού. Με την ιδεολογική και ουσιαστικά πολιτική τους αυτή στάση υποδεικνύουν στους σημερινούς απογόνους τους έναν απλανή και ασφαλή τρόπο επιβίωσης σ’ έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο.
1 Βλ. Ιωάννου Ρωμανού, Ιστορικά Έργα, επιμ. Κ. Δαφνή, Κέρκυρα 1959, σ. 354.
2 Το προσωνύμιο αποδίδεται στους Ενετούς μοναχούς από την Τένεδο, οι οποίοι το 1657 διωγμένοι από τους Τούρκους κατέφυγαν στην Κέρκυρα, φέροντες και εικόνα της Παναγίας της παλαιάς μονής τους.
3 Βλ. Ελένης Ε. Κούκου, Ο Καποδίστριας και η Παιδεία. 1803 – 1822, Α΄ Η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης, Αθήνα 1986, σ. 5.
4 Στο ίδιο, σ. 6.
5 Α. Μ. Ιδρωμένου, Περί της εν ταις Ιονίοις νήσοις εκπαιδεύσεως, έ. α., σ. 205.
6 Βλ. Ιωάννου Ρωμανού, όπ.π., σ. 354.
7 Βλ. Δημητρίου Γ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη Εκκλησία και Βρετανική Διπλωματία στο Ιόνιο Κράτος. Η εκκλησιαστική πολιτική του βρετανού Αρμοστή SirHowardDouglas (1835 – 1841), διδακτορική διατριβή, Φοινίκη, Αθήνα 2012.
8 Βλ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, «Προβληματισμοί Θεολόγων της Ιόνιας Ακαδημίας», στο Δελτίον Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας, αριθμ. 17, έτος 17 (1980), σ.σ. 38.
9 Βλ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ΄ αιώνα (επί τη βάσει ιδία των αρχείων της B.F.B.S., C.M.C., L.M.S., του Κ. Τυπάλδου – Ιακωβάτου και του Θ. Φαρμακίδου), β΄ έκδοση, Αρμός, Αθήναι 2004.
Ανδρέας Ιδρωμένος (Πάργα 1764 – Κέρκυρα 1843). Λόγιος, ιερέας και δάσκαλος. Μετά τη μαθητεία του κοντά στον θείο του Ακάκιο Δέλτα και στον λόγιο μοναχό Αγάπιο Λεονάρδο, ο Ι. επιδόθηκε στη μελέτη των Ελλήνων κλασικών. Κατόρθωσε έτσι να αποκτήσει μεγάλη φιλολογική μόρφωση. Διορίστηκε αρχικά αρχειοφύλακας της Πάργας και αργότερα διευθυντής του εκεί κοινοτικού σχολείου. Είχε βοηθό τον Χριστόφορο Περραιβό, ο οποίος τον μύησε στα επαναστατικά σχέδια του Ρήγα. Έτσι, ο Ι. αναδείχθηκε ως ο κυριότερος πολιτικός σύμβουλος των Παργινών και των Σουλιωτών στον κοινό τους αγώνα εναντίον του Αλή πασά. Όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα (1797), ο Ι. προσπάθησε με εκκλήσεις, υπομνήματα και ομηρικές ωδές να πείσει τον Ναπολέοντα να θέσει υπό την προστασία του και την Πάργα. Απογοητευμένος από την τροπή των γεγονότων (άλωση της Πρέβεζας από τον Αλή πασά το 1798 και υποταγή του Σουλίου το 1803), αποφάσισε το 1804 να εγκατασταθεί οριστικά στην Κέρκυρα ως διευθυντής του εκεί Ελληνικού Φροντιστηρίου. Έγινε μέλος της Ιονίου Ακαδημίας (1808) και της Βιβλικής Εταιρείας, ενώ το 1824 εξελέγη επίτιμος καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία. Έγραψε διάφορα ηθικοδιδακτικά έργα για τους μαθητές του, καθώς επίσης και διάφορους λόγους, πολυάριθμες επιστολές, θρησκευτικές ακολουθίες και ωδές σε αρχαϊκά μέτρα.