Ο εκπαιδευτικός κόσμος τιμά για άλλη μια χρονιά τους προστάτες των Ελληνικών Γραμμάτων και Παιδείας στα πρόσωπα των Τριών Ιεραρχών (Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο και Ιωάννη Χρυσόστομο). Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε στην ακόλουθη φράση την σκοποθεσία της παιδευτικής προσφοράς τους: «Η ισορροπία των σχέσεων με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τον εαυτό μας, σ’ ένα τρισορθογώνιο σύστημα βιωματικής αναφοράς, συνιστά την ακεραιότητα και ενότητα του ανθρωπίνου προσώπου, όπως φαίνεται στην περίπτωση του «Αγίου», που είναι το βιοκοινωνικό πρότυπο της Ορθοδοξίας» (π. Γεώργιος Μεταλληνός).
Η κοινή εορταστική τιμή τους την 30η Ιανουαρίου, συνιστά αναγνώρισή τους ως αυθεντικών μαρτύρων της σώζουσας πίστης και προβολέων της αυθεντικής ελληνοχριστιανικής/Οικουμενικής αγωγής. Ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης Μαυρόπους (11ος αι) καθιέρωσε τους «Τρεις Φωστήρες», ως Προστάτες της Οικουμενικής Παιδείας. Μίας Παιδείας (και όχι απλά εκπαίδευσης), που δεν θέτει όρια και διακρίσεις, αλλά αγκαλιάζει τον όλο Άνθρωπο, αφού σκοπός της είναι να καταστεί ο Άνθρωπος Θεάνθρωπος κατά Χάριν. Αυτό το νόημα είχε και η συνέχιση της τιμής των Τριών Ιεραρχών στα Ανώτατα Πνευματικά μας Ιδρύματα, ήδη από το 1824, στο πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο, την περίλαμπρη «Ιόνιο Ακαδημία» (Κέρκυρα) από τον Φρειδερίκο-Δημήτριο Γκίλφορδ και από το 1842 στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Άλλωστε, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, που εφέτος συμπληρώνει διακόσια έτη από την ίδρυσή του, θεμελιώθηκε στην τιμή της παιδείας των Τριών Ιεραρχών, καθιστώντας την τοπική (κερκυραϊκή-επτανησιακή) εορτή, οικουμενική αναφορά και μόνιμη υπενθύμιση αυθεντικής και σώζουσας Παιδείας.
Η εποχή μας έχει πολλά κοινά, μ’ εκείνη των Τριών Ιεραρχών. Το διαχρονικό τους μήνυμα παραμένει επίκαιρο και μας υπενθυμίζει τη χριστιανική αυθεντικότητα. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο σ’ έναν τομέα, αλλά σ’ ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα και μας κληροδότησαν μια πλούσια παρακαταθήκη. Θλίβεται, όμως, κανείς όταν βλέπει αφενός την αναγνώριση του επιστημονικού τους (και όχι μόνο) έργου σε παγκόσμια κλίμακα κι αφετέρου την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας. Τραγική η διαπίστωση, ότι η γενιά των παιδιών μας, απομακρύνεται από το ιστορικό νόημα της Παιδείας, εκπαιδευόμενη άκριτα στη χρήση των σύγχρονων εργαλείων του ψηφιακού μας κόσμου. Μανική χρήση της πληροφορικής, χωρίς όμως την απόκτηση των Αρχών της Παιδείας των Τριών Οικουμενικών Διδασκάλων, που διαμορφώνουν αξίες και (δια)κρίση αυτοσεβασμού και ελευθερίας.
Αναζητούμε λύσεις στα σύγχρονα εκπαιδευτικά ζητήματα, ενώ διαθέτουμε υπερχιλιετή εμπειρία. Στην εποχή, μάλιστα, της αποκαθήλωσης των προτύπων και επιβολής του «αυτοείδωλού μας» (Άγ. Ανδρέας Κρήτης), μπορούμε ακόμη να αντισταθούμε στο «τέλος της Ιστορίας» (Φουκουγιάμα). Να (επαν)ανακαλύψουμε τους Τρεις Μεγίστους Διδασκάλους, ως Οικουμενικά Πρότυπα. Πρωτίστως εμείς, οι επιλήσμονες και αχάριστοι νεοέλληνες, οι οποίοι αφού αναβαπτιστούμε, οφείλουμε να τους προσφέρουμε ως πρόταση ζωής και παιδείας, στην ταλαίπωρη σύγχρονη ανθρωπότητα. Διότι, η Δύση, πριν «τη σύγχρονη δύση της» (Λαυρέντιος Γκεμερέυ), γνώριζε τις τρεις παγκόσμιες-οικουμενικές προσωπικότητες, αφού:
– τα έργα των Τριών Ιεραρχών μεταφράσθηκαν στα λατινικά και με την πάροδο του χρόνου στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες,
– αρκετοί ερευνητές παγκοσμίως, από ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της επιστημονικής γνώσης, ερευνούν το έργο τους, τονίζοντας την αξία του, ιδιαίτερα από την εποχή της Αναγεννήσεως,
– τα έργα του Μ. Βασιλείου διδάσκονταν στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων (16ο αι), όπου το πόνημά του: «Προς του νέους…», εντός μόλις πενήντα ετών (1449-1500) γνώρισε είκοσι εκδόσεις, ενώ τα «Άπαντά» του εκδόθηκαν και στα γερμανικά το έτος 1776,
– ο πατέρας του Ουμανισμού Έρασμος, διεκήρυττε την ανωτερότητα του Μ. Βασιλείου έναντι ακόμη και του Αριστοτέλους,
– ο Ν. Μπερντιάεφ, ο μεγαλύτερος ίσως Ρώσος διανοητής του 20ου αι, υπεστήριζε ότι «στον Μ. Βασίλειο και στον Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομής του πλούτου, κριτικάρεται με μια δριμύτητα, που θα έκανε τον Προυντόν και τον Μαρξ να χλωμιάσουν»,
– ο ΄Εριχ Φρομ, στο βιβλίο του «Να έχεις ή να είσαι», παρουσίαζε τις απόψεις των τριών Πατέρων για την κοινοκτημοσύνη, ως προτάσεις αντιμετώπισης της κοινωνικής αδικίας,
– δεν υπάρχει πλέον καταξιωμένη Φιλοσοφική ή Θεολογική Σχολή στον κόσμο, που να μην ασχολούνται με τα έργα των Τριών Ιεραρχών και να μην εκπονούνται σχετικές διδακτορικές διατριβές,
– δεν υπάρχει πλέον καταξιωμένος επιστήμονας, ιδιαίτερα των ανθρωπιστικών επιστημών, που να μην έχει μελετήσει κάποια τουλάχιστον πτυχή του έργου τους.
Τα συστατικά της αγωγής των Τριών Ιεραρχών, αποτέλεσαν την κοινή κληρονομιά Ανατολής και Δύσης κατά την πρώτη χιλιετία. Η Ανατολή επί αιώνες ήταν η πνευματική μητέρα και τροφοδότρια της δυτικής ευρωπαϊκής κοινωνίας (ex Oriente lux). Με την αρχή όμως της «μετακένωσης» μάθαμε, κυρίως κατά τους τελευταίους αιώνες, να θαυμάζουμε τα «φώτα της Ευρώπης» (ex Occidente lux). Η μανία του εξευρωπαϊσμού, μάλιστα, μας μετέβαλε σε αξιοθρήνητους ουραγούς και επαίτες της Ευρώπης (και του τέκνου της Η.Π.Α.), όχι μόνο πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, αλλά κυρίως πνευματικά και πολιτισμικά. Η Παιδεία, συνεπώς, των Τριών Ιεραρχών, που διασώζει την πεμπτουσία της ελληνικής και της ορθόδοξης κληρονομιάς, αναζητείται απαραιτήτως σήμερα στην (Ενωμένη) Ευρώπη. Έτσι θα μπορέσει να ξαναβρεί τα υπαρκτικά και πνευματικά θεμέλιά της και να παραμείνει, εάν βέβαια εξακολουθεί να το επιθυμεί, η «Ήπειρος των Φώτων»…